- ψαθώνω
- ψάθωσα, ψαθώθηκα, ψαθωμένος1. καλύπτω με ψάθα, ντύνω με ψάθα.2. πλέκω κάτι σαν ψάθα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψαθώνω — Ν [ψάθα] 1. καλύπτω κάτι με ψάθα 2. δίνω σε ένα κατασκεύασμα τη μορφή ψάθας … Dictionary of Greek
ψάθωμα — ώματος, το, Ν [ψαθώνω] 1. κάλυψη με ψάθα 2. κάθε κατασκεύασμα που μοιάζει με ψάθα … Dictionary of Greek
ψάθωμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του ψαθώνω, κάλυψη με ψάθα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)